- κανίσκι
- τοκάνιστρο, πανεράκι, καλάθι γεμάτο από δώρα, πεσκέσι: Πήγε κανίσκι στον καθηγητή να της δώσει το πτυχίο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κανίσκι — το (AM κανίσκιον, Μ και κανίσκιν και κανίσχιν και κανίσχιον) μικρό, αβαθές καλάθι πλεγμένο με καλάμια ή λυγαριά, πανεράκι, κάνιστρο νεοελλ. μσν. 1. κάνιστρο γεμάτο με δώρα, συνήθως φαγώσιμα 2. πανέρι με διάφορα δώρα που στέλνεται σε επίσημες… … Dictionary of Greek
κανισκεύω — (Μ κανισκεύω και κανισκεύγω) [κανίσκι] στέλνω κανίσκι με δώρα, κάνω δώρο σε κάποιον, χαρίζω μσν. 1. δίνω κάτι χάρισμα, ξεπουλώ κάποιον ή κάτι 2. δωροδοκώ κάποιον … Dictionary of Greek
κάνιστρο — και κανίστρι, το (Α κάνιστρον και κάνιτρον και κάναστρον και κάνυστρον και κάναυστρον) ευρύ και αβαθές καλάθι πλεγμένο από καλάμι ή λυγαριά, κανίσκι, πανέρι αρχ. πήλινο αγγείο, πινάκιο με σχήμα κανίστρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάνεον με καταλ. δηλωτικές… … Dictionary of Greek
κανήτιον — κανήτιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού κάνεον)* κανίσκι, καλάθι, πανέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάνης, κάνητ ος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. καλάθ ιον, μαχαίρ ιον)] … Dictionary of Greek
κανίσκος — κανίσκος, ὁ (AM) (γλώσσα) κάνιστρο, κανίσκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάνεον + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. θολ ίσκος, στολ ίσκος)] … Dictionary of Greek
κανισκάς — ο [κανίσκι] κατασκευαστής κανισκιών, πανεριών … Dictionary of Greek
κανισκάτορας — ο [κανίσκι] αυτός που μεταφέρει τα γαμήλια δώρα, τα κανίσκια, τής νύφης … Dictionary of Greek
κανισκίζω — (Μ) [κανίσκι] προσφέρω ή στέλνω σε κάποιον δώρα … Dictionary of Greek
κανισκώδης — κανισκώδης, ες (Α) [κανίσκος] αυτός που μοιάζει με κανίσκι, με καλάθι («κανισκῶδες πλέγμα», σχόλ. στον Αριστοφ.) … Dictionary of Greek